ηρεμώ — ηρεμώ, ηρέμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηρεμώ — (I) (Α ἠρεμῶ, έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [ηρέμα] είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ τό πεφυκός», Αριστοτ.) αρχ. 1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι 2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος 3. αναχαιτίζω κάποιον… … Dictionary of Greek
ἠρεμῶ — ἠρεμάζω to be still fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἠρεμέω to be still pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠρεμέω to be still pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρέμῳ — ἤρεμος quiet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενηρεμώ — ἐνηρεμῶ, έω (Α) [ηρεμώ] ηρεμώ, ησυχάζω, αναπαύομαι σε κάποιο τόπο ή χρόνο («ὁ δὲ τῆς νυκτός τὸ πλεῑστον ἐνηρεμήσας», Ηλιοδ.) … Dictionary of Greek
επηρεμώ — ἐπηρεμῶ, έω (Α) [ηρεμώ] 1. ησυχάζω, ηρεμώ μετά από κάτι 2. παραμένω ακίνητος … Dictionary of Greek
ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
νηνεμώ — (I) (Α νηνεμῶ, έω) [νήνεμος] δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω αρχ. 1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω 2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, έομαι (στον Ησύχ.) καθίσταμαι… … Dictionary of Greek
συνηρεμώ — έω, Α (για νερό) ηρεμώ και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠρεμῶ «γαληνεύω, ησυχάζω» (< ἠρέμα)] … Dictionary of Greek